Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Αναθεώρηση, κομματισμός και λαϊκισμός


Η πρόσφατη πρωτοβουλία της ΝΔ να θέσει από τώρα και με έμφαση θέμα συνταγματικής αναθεώρησης, ορίζοντας μάλιστα και μια ειδική επιτροπή από προβεβλημένα στελέχη της, επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά πόσο προσφιλείς είναι, σε περιόδους πολιτικής αμηχανίας, οι κινήσεις εντυπωσιασμού γύρω από το Σύνταγμα.
Η παρατήρηση αυτή, βέβαια, δεν υπονοεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση είναι θέμα αμιγώς επιστημονικό ούτε δε, πολλώ μάλλον, ότι πρέπει να διεξάγεται σε συνθήκες θερμοκηπίου. Οι επιλογές για το εύρος και το περιεχόμενο μιας τέτοιας αναθεώρησης εντάσσονται στην συνταγματική πολιτική, η οποία, παρά την ιδιαιτερότητά της, μιας και αναφέρεται στον κορυφαίο θεσμό της χώρας, δεν παύει να αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, υποσύνολο της ευρύτερης πολιτικής.
Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί και πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται η πολιτική αξιοπιστία και η δημοκρατική ευαισθησία των κομμάτων. Υπό αυτό δε το πρίσμα φοβούμαι ότι τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν της ΝΔ δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για θετική αξιολόγηση. Ειδικότερα:
Είναι γνωστό ότι το 2008 έγινε ή για να ακριβολογούμε σπαταλήθηκε, μια ολόκληρη αναθεώρηση του Συντάγματος για ένα ουσιαστικά άρθρο: Την κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών. Αυτό, βέβαια, έγινε εν πλήρη γνώσει της τότε κυβέρνησης της ΝΔ ότι έτσι δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει νέα αναθεώρηση πριν παρέλθει πενταετία (συγκεκριμένα, και επειδή γράφονται διάφορα απίθανα σενάρια, η νέα αναθεώρηση μπορεί να ολοκληρωθεί, μετά από απόφαση –του 50%+1– της Βουλής  ως προς τις αναθεωρητέες διατάξεις, το νωρίτερο τον Μάϊο του 2013, εφ’ όσον βέβαια θα έχει προηγηθεί διάλυση της παρούσας Βουλής, η οποία θα έχει αποφασίσει σε δύο συνεδριάσεις, που θα απέχουν μεταξύ τους ένα μήνα, την ανάγκη αναθεώρησης, με αυξημένη πλειοψηφία 3/5 – οι πλειοψηφίες μπορεί να είναι και αντίθετες, δηλ. 3/5 στην πρώτη Βουλή και 50% + 1 στην δεύτερη).
Παρά την έκκληση της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην ολοκληρωθεί η διαδικασία μιας τόσο κολοβής και σόλοικης αναθεώρησης, που τραυμάτισε το κύρος του Συντάγματος, η ΝΔ δεν δίστασε να θυσιάσει μια ολόκληρη πενταετία, για να έρθει σήμερα, τόσο πρόωρα –για να φανεί προφανώς ότι έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων– και χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, να θέσει ξανά ζήτημα αναθεώρησης.
Η έλλειψη αξιοπιστίας της σχετικής πρότασης δεν αφορά μόνο τη διαδικασία. Αφορά και τα πρόσωπα. Αυτοί που ορίσθηκαν στην Επιτροπή, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όχι μόνον εκπροσωπούν καθεστωτικές και παλαιοκομματικές –ενίοτε δε και φαυλοκρατικές– νοοτροπίες και πρακτικές, που «έλαμψαν» κατά την τελευταία κυβερνητική θητεία της ΝΔ, αλλά και έδωσαν, στο πρόσφατο παρελθόν, κραυγαλέα  δείγματα έλλειψης σεβασμού στο Σύνταγμα (ιδίως όσον αφορά –πέρα από τα προαναφερθέντα ως προς τις εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές και την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης– τη μη ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, για πράξεις ή παραλείψεις που προκάλεσαν την κοινή γνώμη, αλλά και την επανειλημμένη  παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της αξιοκρατίας).
Εντύπωση αποτελεί η μη αξιοποίηση των ελάχιστων στελεχών που έχουν εκφράσει πράγματι ενδιαφέρουσες συνταγματικές απόψεις (όπως π.χ ο Γ. Βαρβιτσιώτης) αλλά και η μη συμμετοχή καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου (δεν επιστρατεύθηκαν ούτε καν οι «εκ μεταγραφής» συνεργαζόμενοι με την Νέα Δημοκρατία…).
Τέλος, η έλλειψη αξιοπιστίας αφορά και την ουσία. Σύμφωνα με τις διαρροές θα διατυπωθούν, λέει, ρηξικέλευθες και «επαναστατικές» προτάσεις, που θα φέρουν «τα πάνω-κάτω» στο πολιτικό σύστημα. Αυτός ο συνταγματικός μαξιμαλισμός, όμως, δεν είναι  κάτι νέο στην πολιτική ρητορεία της ΝΔ. Τα ίδια έλεγε και για την προηγούμενη αναθεώρηση, την οποία μάλιστα δεν δίστασε να αναγάγει, χωρίς αιδώ, σε «εθνικό λόγο μείζονος σημασίας», προκειμένου να προκαλέσει τις εκλογές του 2007.
Στην ουσία, βέβαια, εκείνες οι προτάσεις όχι μόνον δεν περιείχαν τίποτε το ρηξικέλευθο ή το πραγματικά σημαντικό αλλά εγκυμονούσαν και σοβαρούς κινδύνους για εξυπηρέτηση, μέσω της αναθεώρησης, πελατειακών, μικροπολιτικών και  ιδιοτελών συμφερόντων. Υπήρχαν, κατ’ εξαίρεση, και κάποια ενδιαφέροντα σημεία, αλλά η συνολική εικόνα ήταν απογοητευτική, με αποτέλεσμα το αναθεωρητικό εγχείρημα να οδηγηθεί, σχεδόν νομοτελειακά, σε πλήρη εκφυλισμό, που αποδόθηκε εύστοχα με το «ώδινεν όρος και έτεκε μυν».
Πέρα από το ζήτημα της αξιοπιστίας, πάντως, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Είναι πράγματι απαραίτητη, σε αυτή τη συγκυρία, μια γενναία αναθεώρηση του Συντάγματος; Στο σημείο αυτό απαιτείται νομίζω μια πολύ προσεκτική και ζυγισμένη απάντηση, διότι ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι:
Ο πρώτος είναι ο κίνδυνος του συνταγματικού λαϊκισμού. Ο κίνδυνος δηλαδή να θεωρηθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος πανάκεια, διά «πάσαν νόσον» του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος, και να μετατεθεί στο μέλλον, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας, η επίλυση των σοβαρότατων σχετικών προβλημάτων. Αυτή η τάση «μυθοποίησης» του Συντάγματος βολεύει συχνά τα κόμματα προκειμένου να προβάλουν ευσχήμως  άλλοθι για αδράνεια ή ανικανότητα ή απροθυμία συνεργασίας. Επιπλέον, δε, συσκοτίζει την πολιτική πραγματικότητα και δημιουργεί ποικίλες ψευδαισθήσεις, που τραυματίζουν περαιτέρω την αξιοπιστία των θεσμών και υπονομεύουν την δυνατότητα πρόσφορων απαντήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης τους.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η πλήρης και απόλυτη συνταγματική επανάπαυση. Τίποτε, κατά την εκδοχή αυτή, δεν έχει να συνεισφέρει μια συνταγματική αναθεώρηση στην αντιμετώπιση της σοβούσας κρίσης. Αυτό είναι έργο των πολιτικών δυνάμεων. Οι όποιες δε πολιτικές επιλογές τους δεν εμποδίζονται επ’ουδενί από το ισχύον Σύνταγμα, το οποίο πρέπει εν τέλει να στεγανοποιηθεί από την εκάστοτε πολιτική συγκυρία, να αποκοπεί από οποιονδήποτε πολιτικό προβληματισμό για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και να αφεθεί «ήσυχο» προκειμένου να επιτελεί τον θεσμικό ρόλο του.
Πρόκειται για μια λογική «ουδετεροποίησης» του Συντάγματος, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη αδρανοποίηση του ρόλου του, ως συνεκτικού στοιχείου ενός μεταβαλλόμενου –και κλυδωνιζόμενου– κοινωνικού σχηματισμού, σε τελευταία σε ανάλυση στην υποτίμηση του σύγχρονου συνταγματισμού ως κρίσιμης συνιστώσας των εν εξελίξει ιδεολογικοπολιτικών αναζητήσεων.

πηγή: aixmi.gr