Στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους μέσω του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων, αλλά και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αναφέρεται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο της η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
«Η Ελλάδα έχει λαμπρό μέλλον» αναφέρει χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι «δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Ελλάδα διαθέτει ιδιωτική και δημόσια περιουσία πολλαπλάσιας αξίας από το υψηλό δημόσιο και το εξαιρετικά χαμηλό ιδιωτικό χρέος της. Διαθέτει, επίσης, μια δυναμική οικονομία με ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε τομείς όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, αλλά και οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που η εξωστρέφειά τους οδήγησε πριν την κρίση σε επενδύσεις μεγάλης κλίμακος σε τραπεζικά δίκτυα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Οι τομείς αυτοί, όχι μόνο δεν απειλούνται ανταγωνιστικά, αλλά ενισχύονται με την ανάπτυξη των χωρών χαμηλού κόστους, όπως η Κίνα, κ.α., που δημιουργούν ζήτηση για τα προϊόντα αυτών των τομέων ή και συμμετέχουν από την πλευρά της προσφοράς στην ανάπτυξη μέσω επενδύσεων στην παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας».
«Συνεπώς» συνεχίζει η Alpha... , «δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε πέραν του ίδιου του φόβου που μας διακατέχει για το μέλλον, δεδομένου του βραχυπρόθεσμου και, άναρχα κατανεμημένου, κόστους προσαρμογής».
«Η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους συνιστά μια εξαιρετικά ευνοϊκή εξέλιξη για το ελληνικό δημόσιο αλλά αρνητική εξέλιξη για τους μετόχους των ελληνικών τραπεζών (φυσικών προσώπων και θεσμικών επενδυτών) που καλούνται στην ουσία να επωμιστούν ζημιές δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς δική τους υπαιτιότητα. Βασική αιτία των ζημιών αυτών ήταν η τοποθέτηση εκ μέρους των τραπεζών ενός μέρους της εθνικής αποταμίευσης που διαχειρίζονταν σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ή σε δάνεια δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, όπως επέβαλλαν οι κανόνες χρηστής διαχείρισης σύμφωνα με τις οποίες τα κρατικά ομόλογα και οι κρατικές εγγυήσεις αξιολογούνται ως επενδύσεις μηδενικού κινδύνου.
Πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία για την χώρα μας, οι φορολογούμενοι άλλων κρατών μελών της Ζώνης του Ευρώ αναλαμβάνουν μεγάλα βάρη για να βοηθηθεί η Ελλάδα. Η αλληλεγγύη αυτή εκφράζεται με την διαγραφή μέρους του χρέους κατά € 110 δις, την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής κατά 11 έως 30 έτη, την δεκαετή περίοδο χάριτος στην πληρωμή χρεολυσίων, τα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού στα διακρατικά δάνεια (μείωση του περιθωρίου σε 150 μονάδες βάσης από 200 και 300 μονάδες βάσης μέχρι σήμερα), μείωση του επιτοκίου στα νέα ελληνικά ομόλογα κάτω από το επιτόκιο της αγοράς, στο 2% μέχρι το 2015 και 3% από το 2015 έως το 2020, την μεταφορά κερδών που σχετίζονται με την διακράτηση ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος, καθώς βεβαίως, και την παροχή πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας σημαντικού ύψους, για να καλυφθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα του ελληνικού κράτους τα επόμενα χρόνια μέχρι να ορθοποδήσει η χώρα.
Οποιαδήποτε άλλη μικρόψυχη θεώρηση των πραγμάτων δεν συνάδει με την κρισιμότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, ενώ η τήρηση των όρων που συνοδεύουν το 2ο ΠΧΣ είναι έτσι κι αλλιώς αναγκαία για την ανόρθωση της οικονομίας της χώρας μας. Είμαστε οι αποδέκτες των ωφελειών από την μεγαλύτερη αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους που έχει γίνει ποτέ. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι δεν μας χρωστάει κανένας τίποτα. Εμείς χρωστάμε.
Με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2012, δίδεται στην Ελλάδα η δυνατότητα να επιταχύνει ως συγκροτημένη πολιτεία και ως πλήρες μέλος της Ζώνης του Ευρώ την εφαρμογή του προγράμματός της για δημοσιονομική προσαρμογή με καταπολέμηση της σπατάλης, της διαφθοράς και της ανεξέλεγκτης φοροδιαφυγής και για εκ βάθρων διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για ουσιαστική και συνεχή βελτίωση του θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας της. Η πρόοδος στους ανωτέρω τομείς είναι αναγκαία για να επανέλθει η Ελλάδα σε δυναμική πραγματική οικονομική ανάπτυξη και σε αύξηση των εγχώριων εισοδημάτων και να εξασφαλίσει την οριστική έξοδό της από την κρίση, με παραγωγική εργασία (αντί για το βόλεμα στο δημόσιο), με καλύτερη οργάνωση και επιχειρηματικότητα (αντί για κυνήγι επιδοτήσεων, νομοθετημένων από το κράτος κλειστών επαγγελμάτων και υποχρεωτικών ποσοστών κέρδους, μη ανταγωνιστικών κρατικών προμηθειών, κ.ά.) και με την εκμετάλλευση των σημαντικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας.
Αποτρέπεται, επίσης, οριστικά η διολίσθηση της Ελλάδας σε μια κατάσταση ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, δηλαδή σε μια κατάσταση εκ βάθρων διασάλευσης κάθε βασικού θεσμού λειτουργίας της κοινωνίας και της οικονομίας της χώρας, εξόδου από το ευρώ και καταποντισμού της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων κυρίως των εργαζομένων και των συνταξιούχων, και εκμετάλλευσης των οικονομικών, επιχειρηματικών και γενικότερων δυσκολιών των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Σημειώνεται ότι οι όροι που συνοδεύουν το πρόγραμμα και που περιλαμβάνονται στο νέο Μνημόνιο Συνεννόησης είναι εν πολλοίς αυτονόητες ρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν με αποτελεσματικότητα τις αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες και επιτρέπουν τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, μόλις διαμορφωθούν συνθήκες αυτοδύναμης ανάπτυξης. Το Μνημόνιο αποτελεί, βεβαίως, αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για να βγει η χώρα μια ώρα αρχύτερα από την κρίση, την ύφεση και την μιζέρια. Απαιτούνται πρωτοβουλίες αναπτυξιακού περιεχομένου που εστιάζονται στη σημερινή συγκυρία σε δύο τομείς: Επενδύσεις και Χρηματοδότηση. Πρέπει να δημιουργηθεί μια «μαγιά ανάπτυξης». Στις επενδύσεις μπορεί να συνεισφέρει μια κινητοποίηση για επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, της δημοπράτησης μεγάλων επενδυτικών έργων (Ελληνικό, ενέργεια, λιμάνια, τουρισμός κ.α.) και της διαπραγμάτευσης για την αξιοποίηση των € 14 δις των Ευρωπαϊκών Ταμείων για έργα υποδομών, με την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων να παίζουν καταλυτικό ρόλο.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να γίνει επανεκκίνηση της τραπεζικής χρηματοδότησης για να μπορέσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις (και τα νοικοκυριά) να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που διαμορφώνονται. Αυτό, όμως, δεν είναι δυνατό να γίνει με παρεμβάσεις στη λειτουργική και διοικητική αυτοδυναμία των τραπεζών για να διοχετεύσουν ρευστότητα στην αγορά ανεξαρτήτως τηρήσεως ή μη των κανόνων χρηστής ανάληψης πιστωτικών κινδύνων. Δεν είναι οι τράπεζες αυτές που εμποδίζουν σήμερα τα προγράμματα του αναπτυξιακού νόμου ή του ΕΣΠΑ ενώ και η ανακεφαλαιοποίησή τους δεν πρόκειται από μόνη της να αλλάξει το επίπεδο ρευστότητας στην αγορά. Αυτό που απαιτείται πρωτίστως είναι η επανάκαμψη των τραπεζικών καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και η αναθεώρηση των ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων για την αναπλήρωση των κεφαλαίων σε μια περίοδο που πάρα πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες θα προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου.
Όσον αφορά στις ελληνικές τράπεζες, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου μέσω της αγοράς δυσχεραίνεται, αν δεν καθίσταται και αδύνατη, λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργείται για τον υποψήφιο επενδυτή κατά πόσον η τράπεζα θα είναι σε θέση να συγκεντρώσει το ποσόν που κατ’ ελάχιστον θα έχει προσδιοριστεί εκ των προτέρων, καθώς κάτι τέτοιο έχει επιπτώσεις στη μορφή των δικαιωμάτων ψήφου (πλήρη ή περιοριζόμενα ως ανωτέρω) που αποκτά το ΕΤΧΣ για να καλύψει την κεφαλαιακή απαίτηση μέχρι του τεθέντος από τις εποπτικές αρχές επιθυμητού επιπέδου. Συνεπώς ο κίνδυνος να γίνουν οι τράπεζες ΔΕΚΟ, ακόμη και αν πρόκειται για σύγχρονες ΔΕΚΟ, είναι ορατός. Και ένα κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα θα ήταν καίριο πλήγμα στην προσπάθεια για ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία ώστε να αποκατασταθεί η καταθετική βάση των τραπεζών σε φυσιολογικό επίπεδο.
Η επαναφορά των αποταμιεύσεων στο τραπεζικό σύστημα είναι τώρα εφικτή και ζήτημα χρόνου, αφού ο κίνδυνος χρεοκοπίας ουσιαστικά παρήλθε, εφόσον, όμως, η Κυβέρνηση και η Τρόικα προβούν σε ενέργειας και σε μέτρα οικοδόμησης της εμπιστοσύνης στην οικονομία της χώρας και επίσπευσης της ανάκαμψης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο υπάρχει πράγματι μια σημαντική δύναμη αναπτυξιακού πυρός (€ 65 δις διέρρευσαν τα δύο τελευταία χρόνια από το τραπεζικό σύστημα) που μπορεί να οδηγήσει στην ανάκαμψη της τραπεζικής χρηματοδότησης. Στο τελευταίο μπορεί, συν τω χρόνω, να βοηθήσει και ο καθορισμός δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε χαμηλότερο επίπεδο τώρα που η χώρα μπαίνει σε μία νέα πορεία σταθερότητας και ο κίνδυνος από την κρίση δημοσίου σρέους εξαλείφεται. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, σε σχέση με τους προσδοκώμενους κινδύνους, θα είναι στην πράξη κατά πολύ υψηλότερος από ότι απαιτείτο στο παρελθόν όταν η δαμόκλειος σπάθη της χρεοκοπίας επικρέματο υπεράνω των τραπεζών». |