Έντονη κριτική ασκεί στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης τα τελευταία δύο χρόνια με άρθρο του, στην ιστοσελίδα της ελληνικής έκδοσης του έγκυρου αμερικανικού περιοδικού Foreign Affairs, ο Γιάννης Στουρνάρας, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ.
Συγκεκριμένα, ο κ . Στουρνάρας κάνει λόγο για καθυστερήσεις τόσο σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων όσο και στις ιδιωτικοποιήσεις, προσθέτοντας ότι, αν και οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν με τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου ήταν θετικές, έχουν πια αποδυναμωθεί.
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι ο ασφαλέστερος δρόμος για έξοδο της Ελλάδας από την κρίση χρέους και τη ζώνη χρεοκοπίας είναι η επίτευξη των στόχων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, πάνω στους οποίους εξηγεί τα προβλήματα υλοποίησης που παρουσιάστηκαν και τελικά ανέδειξαν την αδυναμία της Ελλάδας να προσεγγίσει τους στόχους της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής.
Αναλυτικά το άρθρο του κ. Στουρνάρα:
«Σήμερα, μετά την ένταξη στο μηχανισμό διάσωσης τον Μάιο του 2010, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας παραμένει εξαιρετικά κρίσιμη. Ενώ το 2010 η εφαρμογή της Συμφωνίας υπήρξε, σε γενικές γραμμές, επιτυχής, με μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά 5% του ΑΕΠ και λήψη μέτρων για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, οι εξελίξεις το 2011 δημιουργούν έντονο προβληματισμό.
Στον δημοσιονομικό τομέα, οι αρνητικές εξελίξεις του πρώτου εξαμήνου συνεχίστηκαν και στο οκτάμηνο (Ιανουάριος-Αύγουστος). Ειδικότερα, σημειώθηκε σημαντική απόκλιση από τον ετήσιο στόχο των φορολογικών εσόδων (περίπου 11%), κυρίως ως αποτέλεσμα της χαμηλής αποτελεσματικότητας των μηχανισμών συλλογής εσόδων, των λαθών του φορολογικού νόμου του Απριλίου 2010 (π.χ. αποδείξεις) αλλά και ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ύφεσης σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Απόκλιση όμως υπήρξε και από το στόχο των πρωτογενών δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 4,5% στο οκτάμηνο έναντι στόχου μηδενικής περίπου αύξησης για όλο το έτος. Η απόκλιση που εμφανίστηκε στο κρατικό έλλειμμα ως προς τον ετήσιο στόχο (περίπου 26%) θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν δεν γινόταν δραστική περικοπή, για δεύτερη συνεχή χρονιά, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά 30% περίπου κατά τη διάρκεια του οκταμήνου του 2011 σε σχέση με το αντίστοιχο οκτάμηνο του 2010.
Όμως, με δεδομένο το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή των Δημοσίων Επενδύσεων, η συνέχιση αυτής της πρακτικής έχει δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόσφατες δηλώσεις και οι προσπάθειες αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα εμπροσθοβαρούς εκτέλεσης του ΕΣΠΑ με αυξημένη κοινοτική συμμετοχή δημιουργούν θετικές προσδοκίες ότι οι δημόσιες επενδύσεις δεν θα περικοπούν σημαντικά, χωρίς να αυξηθεί το έλλειμμα του ΠΔΕ. Αυτό όμως εξαρτάται και από τα έργα που προτείνει προς χρηματοδότηση η ελληνική πλευρά.
Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, σχεδόν δυο χρόνια μετά τις εκλογές του 2009, ουδεμία ιδιωτικοποίηση έχει πραγματοποιηθεί, πλην της άσκησης του δικαιώματος πώλησης μέρους των εναπομεινάντων μετοχών του δημοσίου στον ΟΤΕ προς την Deutsche Telecom.
Η ψήφιση τον περασμένο Ιούλιο από τη Βουλή των Ελλήνων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2011-2015, το οποίο προβλέπει έκτακτα μέτρα 6,7 δις. ευρώ περίπου για το δεύτερο εξάμηνο του 2011 προκειμένου να προσεγγιστεί ο αρχικός στόχος του ελλείμματος του τρέχοντος έτους και τελικό στόχο ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης 1,7% του ΑΕΠ για το 2015, αναμενόταν ότι θα σηματοδοτούσε την επανεκκίνηση της διαδικασίας προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, η οποία είχε διακοπεί τους πρώτους μήνες του έτους.
Βέβαια, η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος δεν προδίκαζε και την επιτυχία του, αφού η εφαρμογή του εξαρτάται από μια σειρά εσωτερικών πολιτικών και οργανωτικών παραμέτρων. Σε αυτές περιλαμβάνεται η υλοποίηση ενός φιλόδοξου (αλλά εφικτού) προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, συνολικής αξίας 50 δις. ευρώ έως το 2015 (και περίπου 5 δισ. ευρώ για το 2011), που αποτελεί τον καταλύτη για τη σημαντική μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από 130% το 2015. Εξαρτάται επίσης και από τη στάση των εταίρων μας στην Ευρωζώνη, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, και, σε τελική ανάλυση, των διεθνών αγορών.
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής της 21ης Ιουλίου του τρέχοντος έτους δημιούργησαν αρχικά προσδοκίες ότι το πρόβλημα χρέους της Ελλάδας, και γενικότερα τα προβλήματα της Ευρωζώνης, τίθενται εντός ενός ορθολογικού πλαισίου επίλυσης.
Ειδικά για την Ελλάδα, αποφασίστηκε ένα νέο πλαίσιο χρηματοοικονομικής βοήθειας θεωρητικά ίσης αξίας με το προηγούμενο (109 δισ. ευρώ) που θα εκταμιευθεί μέχρι το 2014, με μεγάλες περιόδους χάριτος (10 έτη) και αποπληρωμής (15-30 έτη) με χαμηλό κόστος (επιτόκιο χαμηλότερο του 4%) υπό την προϋπόθεση βεβαίως της υλοποίησης των στόχων του Μεσοπροθέσμου Προγράμματος.
Επιπλέον, αποφασίστηκε η ευέλικτη χρήση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), το οποίο θα μπορεί να παρεμβαίνει στην δευτερογενή αγορά ομολόγων, να ενισχύει τις εμπορικές τράπεζες και να επαναγοράζει κρατικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά σε χαμηλές τιμές.
Οι θετικές προσδοκίες που δημιουργήθηκαν για την επίλυση, σε βάθος χρόνου, του ελληνικού προβλήματος χρέους, ήταν δικαιολογημένες. Σενάρια που χρησιμοποιήθηκαν στο ΙΟΒΕ δείχνουν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί από 156,5% το 2011 σε 86,4% το 2020 υπό τις εξής προϋποθέσεις:
Α) 4% μέσο επιτόκιο δανεισμού, σύμφωνα με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου.
Β) 4% μέσος ονομαστικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης (περίπου 2% πραγματικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και περίπου 2% πληθωρισμός) την περίοδο 2011-2020.
Γ) 4% μέσο πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2011-2020 (δηλαδή περίπου όσο ήταν το 1999, το έτος με τα στοιχεία του οποίου η Ελλάδα κρίθηκε να εισέλθει στην Ευρωζώνη).
Δ) Αυτόνομη μείωση του δημοσίου χρέους κατά 50 δισ. ευρώ την περίοδο 2011-2015 λόγω αποκρατικοποιήσεων, κατά 13,5 δισ. ευρώ λόγω του PSI (συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα μέσω της εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων) και κατά 10 δισ. ευρώ περίπου από την παρέμβαση του EFSF στη δευτερογενή αγορά ομολόγων με μέση τιμή επαναγοράς ομολόγων στο 60% περίπου της αρχικής τιμής τους.
Οι θετικές όμως προσδοκίες από τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά σήμερα. Για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, η Ελλάδα εφησύχασε μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και τις θετικές αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, μέχρι και το τέλος Αυγούστου διατηρήθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του πρώτου εξαμήνου του 2011 (σε σχέση τόσο με τους στόχους όσο και με τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2010) και ουδεμία ιδιωτικοποίηση πραγματοποιήθηκε πλην της πώλησης των μετοχών του ΟΤΕ, σε αντίθεση με τις δύο άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης που έχουν ενταχθεί σε προγράμματα στήριξης, δηλαδή την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, όπου οι δημοσιονομικές και γενικότερα οι οικονομικές εξελίξεις κρίνονται από την τρόικα ότι βρίσκονται εντός των στόχων που έχουν τεθεί. Ανάλογη αδράνεια υπήρξε και στην υλοποίηση μιας σειράς μέτρων, τα οποία περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Δεύτερον, η ύφεση στην Ελλάδα αποδεικνύεται βαθύτερη από τις υποθέσεις του Μεσοπροθέσμου Προγράμματος, εν μέρει και ως αποτέλεσμα της δραστικής περικοπής του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Τρίτον, οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις εξελίσσονται λιγότερο ευνοϊκά από τις αρχικές υποθέσεις.
Τέταρτον, από την επομένη των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα υλοποίησης και στην Ευρωζώνη. Μείζον θέμα ανέκυψε με τις απαιτήσεις της Φινλανδίας για εγγυήσεις, το οποίο ακόμα δεν έχει διευθετηθεί. Επίσης, στις χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Βορρά που καλούνται να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των χωρών-μελών υπό πίεση (Γερμανία, Αυστρία, Φιλανδία, Ολλανδία) και που συνήθως κυβερνώνται από συνασπισμούς κομμάτων, έχουν ανακύψει προβλήματα στην επικύρωση της Συμφωνίας από τα Κοινοβούλιά τους και διαφωνίες εντός των κυβερνώντων συνασπισμών.
Ως αποτέλεσμα, τίθεται ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση από τις αγορές όχι μόνο η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου αλλά, κυρίως, η αποφασιστικότητα της Ευρωζώνης να διατηρήσει τη συνοχή της. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες αναλύσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το κόστος της διάσωσης των χωρών-μελών υπό πίεση είναι πολύ μικρότερο από το κόστος μιας ενδεχόμενης διάλυσης της Ευρωζώνης, τόσο για τις χώρες της περιφέρειας (π.χ. η Ελβετική τράπεζα UBS εκτιμά ότι, για την Ελλάδα, το κόστος επιστροφής στη δραχμή ανέρχεται σε 50% του ΑΕΠ βραχυχρονίως) όσο και για τις χώρες-μέλη του πυρήνα (π.χ. για τη Γερμανία η UBS στην ίδια έρευνα εκτιμά το κόστος από την ενδεχόμενη επιστροφή στο μάρκο σε 25% του ΑΕΠ).
Η πρόσφατη επικύρωση, και μάλιστα με σχετικά μεγάλη πλειοψηφία, από τη Γερμανική Βουλή της απόφασης για ενίσχυση των πόρων του EFSF δημιουργεί ελπίδες ότι τα προβλήματα αυτά θα ξεπεραστούν.
Πέμπτον, και ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Νότου καθίσταται δυσκολότερη ακόμα και για χώρες-μέλη με σχετικά μικρό δημόσιο χρέος όπως η Ισπανία, ενώ και οι εμπορικές τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου δυσκολεύονται να αντλήσουν ρευστότητα από τις αγορές:
Στις τρέχουσες συνθήκες, οι χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Βορρά αντλούν χρηματοδότηση μέσω των ομολόγων τους με επιτόκιο χαμηλότερο του 2% (για δεκαετή ομόλογα), ενώ οι χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Νότου, ακόμα και αυτές με χαμηλό δημόσιο χρέος, δυσκολεύονται να αντλήσουν πόρους με επιτόκια που να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους τους. Ταυτόχρονα, σημειώνεται και ανακατανομή της ροής των τραπεζικών καταθέσεων από τις τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου προς τις τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Βορρά.
Επιπλέον, η πλεονάζουσα ρευστότητα των τραπεζών του Ευρωπαϊκού Βορρά οδεύει προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) παρά τα χαμηλά επιτόκια κατάθεσης σ’ αυτήν, και όχι στη διατραπεζική αγορά. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η παρέμβαση της ΕΚΤ είναι καθοριστική για την ομαλή ροή ρευστότητας στην Ευρωζώνη.
Όμως, οι διαφορετικές απόψεις των μελών του διοικητικού της συμβουλίου (ήδη παραιτήθηκαν δύο εκπρόσωποι της Γερμανίας) θέτουν εμπόδια στον σταθεροποιητικό ρόλο της ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις της είναι πολύ πιο ήπιες από αυτές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει για μακρύ διάστημα υπό έλεγχο (κάτω του 2%), όπως και η μεταβολή της προσφοράς χρήματος υπό την ευρεία έννοια (Μ3), η οποία κινείται με ρυθμό κοντά στο 2%.
Τα παραπάνω προβλήματα και οι διχογνωμίες για το δέον γενέσθαι στην Ευρωζώνη ευνοούν την εκδήλωση αποσταθεροποιητικής κερδοσκοπίας στις αγορές, η οποία καθιστά την κατάσταση ακόμα δυσκολότερη. Ενώ, σύμφωνα με τις περισσότερες αναλύσεις, το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ευρωζώνης εξυπηρετείται καλύτερα από τη δημοσιονομική ολοκλήρωση και ειδικά την έκδοση ευρωομολόγου, όπου όλες οι χώρες-μέλη θα εγγυώνται εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις της καθεμιάς εξ αυτών, οι σημερινοί κυβερνητικοί συνασπισμοί των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Βορρά αποκλείουν, προς το παρόν, αυτό το ενδεχόμενο.
Στο πλαίσιο αυτό, η αδυναμία της Ελλάδας να προσεγγίσει τους στόχους της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής την καθιστούν «αποδιοπομπαίο τράγο», με αποτέλεσμα να της αποδίδονται σχεδόν όλα τα δεινά της Ευρωζώνης. Το πολιτικό σύστημα της χώρας γοητεύεται από την ιδέα της πολιτικής διαπραγμάτευσης του Μνημονίου, όταν αυτό είναι πολιτικά ανέφικτο στις συνθήκες που διαμορφώνονται, ειδικά όταν η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού.
Επιπλέον, πέραν των γνωστών οργανωτικών και διοικητικών προβλημάτων που εμποδίζουν την υλοποίηση των αποφάσεων, προστίθενται και προβλήματα που σχετίζονται τόσο με την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης ως προς την ενδεδειγμένη λύση (σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία), όσο και με τη διαφαινόμενη έλλειψη κατανόησης των καταστρεπτικών συνεπειών μιας ενδεχόμενης εγκατάλειψης της προσπάθειας προσαρμογής.
Ακόμη χειρότερα, καλλιεργείται νοοτροπία τύπου «δεν πληρώνω» σε διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, η οποία, εάν τελικά επικρατήσει, θα οδηγήσει σε ολέθρια αποτελέσματα.
πηγή: apospasma.gr