άρθρο του Χρήστου Παναγιωτόπουλου* στο aixmi.gr
Μένουν ακόμη 48 ώρες για να μάθουμε τι είδους κούρεμα μας επιφυλάσσει η Γερμανίδα Καγκελάριος -αν και όλα δείχνουν ότι μάλλον θα είναι με την «ψιλή», που λέγαμε και στο Δημοτικό. Μπορεί και πάνω από 50%, ίσως 60%, κάποιοι υποστηρίζουν και παραπάνω.
Το απαιτεί η Μέρκελ, το υποστηρίζει το ΔΝΤ, το επιζητά η ελληνική κυβέρνηση. Απέναντι βρίσκεται ο Σαρκοζί και όλος ο ευρωπαϊκός Νότος, που προτείνουν μικρότερο κούρεμα, αλλά και οι τράπεζες που επισείουν ανοιχτά την απειλή χρεοκοπίας της χώρας.
Η Ευρώπη «γερμανοκρατείται», είτε μας αρέσει είτε όχι. Η γνώμη του Βερολίνου εξελίσσεται σε νόμο για τη Γηραιά ήπειρο και όποιος διατηρεί ακόμη αμφιβολίες δεν έχει παρά να ρωτήσει τον Μπερλουσκόνι, που βρέθηκε χθες να ακούει τη Μέρκελ (και τον Σαρκοζί, από δίπλα, για να τηρούνται τα προσχήματα) να του εξηγεί τι πρέπει να κάνει και τι όχι!
Και, θυμηθείτε, ότι η Ιταλία αποτελεί το 25% της Ευρωζώνης -όχι το 2%, όπως η Ελλάδα.
Αν ο Μπερλουσκόνι τ’ άκουσε κανονικά από τη Γερμανίδα «δασκάλα», ο Παπανδρέουαπλώς την άκουσε να τον ενημερώνει για το τι πρόκειται να συμβεί στη χώρα μας, χωρίς να έχει την παραμικρή δυνατότητα αντιλόγου. Τα όσα είπε δημοσίως στη συνέχεια, ότι δηλαδή διαπραγματευόμαστε για το καλύτερο κλπ, είναι μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει καμιά ουσιαστική δυνατότητα παρέμβασης. Δυστυχώς.
Τι θα γίνει, λοιπόν; Όπως όλα δείχνουν, το ελληνικό χρέος θα κουρευτεί σχεδόν«γουλί», ώστε να καταστεί βιώσιμο, η ίδια η Ελλάδα όμως δεν θα επιβιώσει, όπως την ξέραμε. Θα κινδυνεύσει σοβαρά να χάσει την εσωτερική της αυτοτέλεια, ενώ για τη διεθνή της φωνή ούτε λόγος πλέον.
Αν εγκρίνει ή απορρίπτει τον κρατικό προϋπολογισμό η τρόικα, αν ελέγχουν ουσιαστικά τις πράξεις και τις παραλείψεις των υπουργών οι επίτροποι των δανειστών, αν κανένα σχεδιασμό δεν μπορεί να κάνει ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, για ποια ανεξάρτητη χώρα μιλάμε;
Θα ρωτήσει κανείς, «ναι αλλά υπάρχει άλλος δρόμος σήμερα; θα έχει αύριο η χώρα χωρίς να ψαλιδιστεί ως τη ρίζα το χρέος»;
Η απάντηση είναι ότι εδώ που άφησε η κυβέρνηση να φτάσει το πράγμα μάλλον δεν τίθεται θέμα ενναλακτικής διεξόδου από το φαύλο κύκλο των δανείων. Αν βάδιζε στο δρόμο αυτό με αποφασιστικότητα, την Άνοιξη του 2010, όλα θα ήταν ευνοϊκότερα. Και οι όροι που θα έθετε το Βερολίνο όχι τόσο δυσβάστακτοι.
Πολύ φοβάμαι ότι η επόμενη μέρα θα βρει την Ελλάδα υπό επιτροπεία, με κουρεμένη εθνική κυριαρχία και αξιοπρέπεια, και τους Έλληνες -όλους εμάς- πολύ πολύ φτωχότερους. Όχι, φυσικά, στο επίπεδο του 2004, αλλά δυο δεκαετίες πιό πίσω.
Πώς θα εκστομίσει το μαντάτο αυτό ο πρωθυπουργός, το βράδυ της Τετάρτης; Ο εύκολος, αλλά αδιέξοδος, δρόμος είναι να επιχειρήσει να επαναλάβει το «σώσαμε τη χώρα» της 21ης Ιουλίου και να αφήσει στην άκρη τις οδυνηρές συνέπειες της διάσωσης. Δεν θα πάει πολύ μακριά έτσι. Οι πολίτες, που βλέπουν τη ζωή τους να διαλύεται, ούτε πείθονται πλέον ούτε παρέχουν καμιά πίστωση χρόνου. Πολύ περισσότερο που γνωρίζουν ότι δεν ανέθεσαν σε κανένα την αποστολή διάσωσης. Την τελευταία φορά που ψήφισαν, το 2009, ανέθεσαν στο ΠΑΣΟΚ την ευθύνη να μοιράσει τα λεφτά που υπήρχαν -κατά την αθάνατη πρωθυπουργική ρήση- και τίποτα περισσότερο. Γνωρίζουν, λοιπόν, πολύ καλά έως που φτάνει η πολιτική νομιμοποίηση της κυβέρνησης –πράγμα που γνωρίζουν και οι ίδιοι οι βουλευτές αλλά και οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, στους οποίους πέφτει και το μεγάλο βάρος.
Οι στιγμές είναι οριακές. Η λύση που διαφαίνεται θα πάει τη ζωή μας δεκαετίες πίσω. Και«μη λύση», όμως, το «μη κούρεμα», δεν οδηγεί σε έξοδο από το φαύλο κύκλο του χρέους.Το δίλημμα, λοιπόν, δεν είναι μεταξύ μιας καλής και μιας κακής λύσης, αλλά μιας πολύ κακής και μιας άθλιας επιλογής.
Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να δεσμεύσει τη χώρα για τα επόμενα 20 χρόνια με μόνη την ψήφο των 153 βουλευτών του, οι οποίοι συρόμενοι θα ψηφίσουν (;) την απόφαση των δανειστών -της Μέρκελ, δηλαδή. Η προσφυγή σε εκλογές το συντομότερο δυνατό είναι η μόνη καθαρή διέξοδος. Ο μόνος τρόπος να εκφραστεί καθαρά η λαϊκή βούληση και να αποσυμπιεστεί η κοινωνική ένταση, που τείνει να πάρει εκρηκτικό χαρακτήρα. Οι πολίτες, οι οποίοι θα κληθούν να σηκώσουν το φορτίο τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να είναι οι τελικοί κριτές. Το ενδεχόμενο κούρεμα, άλλωστε, στα δικά τους κεφάλια θα γίνει.